ΛΕΚΤΙΚΟΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΜΑΣ
Όπως είναι γνωστό σε κάθε τόπο της Πατρίδας μας οι άνθρωποι, έχουν την δική τους Γλώσσα, τους δικούς τους λεκτικούς ιδιωματισμούς, την δική τους προφορά τα οποία και τους χαρακτηρίζουν.
Έτσι και στον τόπο τον δικό μας, την Μαγική Αρκαδία μας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή... η Γλώσσα (το λεξιλόγιο αλλά και η προφορά της) παρουσιάζει κάποιες ιδιομορφίες.
Όπως π.χ.: Προφέρουμε το σι , το νι και το λι πολύ «παχύ». Μεταξύ δύο συμφώνων προσθέτουμε το γιώτα (ι) π.χ. καπινός αντί για καπνός η σταθιμός αντί για σταθμός.
Επίσης σε ορισμένους τύπους ρημάτων αλλά και επιρρημάτων αλλάζουμε το ε και το η με ου όπως π.χ. θα φύγουτε αντί θα φύγετε, θα ρθούτε αντί θα ΄ρθήτε, πηγαίνουτε αντί πηγαίνετε, τι κάνουτε αντί τι κάνετε, τι περιμένουτε αντί τι περιμένετε απάνου αντί απάνω, κάτου αντί κάτω και το χαρακτηριστικό μας χάμου (κάτω) αντί για χάμω κλπ. Να γιατί εμάς τους Αρκάδες μας φωνάζουν και «χαμουτζίδες»
Αυτή η Γλώσσα τις Αρκαδίας παρ΄ όλες τις ιδιομορφίες της σε σκέση με άλλων περιοχών της Πατρίδας μας είναι από τις περισσότερο σωστές. Δυστυχώς κοντεύει να ξεχαστεί από εμάς σε αντίθεση π.χ. τους Κρητικούς, τους Κυπρίους ,τους Επτανήσιους κ.λ.π. οι οποίοι την διατηρούν ζωντανή και την χρησιμοποιούν.
Πιστεύω ότι η Γλώσσα που πρωτοακούσαμε και πρωτομιλήσαμε πρέπει αν όχι να την χρησιμοποιούμε τουλάχιστον να μην την λησμονήκουμε.
Εμείς σαν μια πρώτη προσπάθεια μαζώξαμε όσες λέξεις και λεκτικούς ιδιωματισμούς μπορέσαμε και από τούτο ΄δώ το Σημείο θα δημοσιεύουμε.
Όμως υπάρχουν και πολλές άλλες που δεν ήταν μπορετό να βρούμε. Γι΄ αυτό θα παρακάλαγα κάθε πατριώτη παλαιότερο η και νεότερο να βοηθήκει σε αυτήν τη προσπάθεια και να μας στείλει όσες τέτοιες λέξεις η ιδιωματισμούς θυμάται η γνωρίζει!
Έτσι με αυτόν τον τρόπο και την συμβολή ούλων μας θα μπορέσουμε να μαζώξουμε ούλες τις λέξεις.
Εμείς θα τις δημοσιεύσουμε. Ξεκινάμε λοιπόν από σήμερα με την καταγραφή και την ερμηνεία λέξεων και λεκτικών ιδιωματισμών χωρίς όμως την ετυμολογία τους. Αυτό χρειάζεται μελέτη από ειδικούς φιλολόγους η γλωσσολόγους.
~~~~~~~~~~~
αβανιά, η ---- η συκοφαντία
αβέρτα πάγκο ----- ανοικτός
αβερτοσύνη,η ---- άμετρη ελευθερία
αγ(κ)λέουρας,ο ---- φαρμακευτικο και δηλητηριώδους βοτάνου (σκάρφη)
αγάλι-αγάλι ---- σιγά-σιγά
άγαρμπος,ο ---- ο χωρίς τρόπους, ο χοντροκομμένος ανθρωπος
αγγειά,τα --- οι όρχεις
αγγελοφοριέμαι ---- ψυχορραγώ
αγκομαχάω ---- βογκάω από κόπο ή από πόνο
αγκουσιάζω ---- ζεσταίνομαι πολύ, αισθάνομαι δυσφορία
αγκουσιάζω ---- ζεσταί νομαι πολύ, αισθάνομαι δυσφορία
αγκωνή,η (ψωμί) --- μικρό κομμάτι ψωμί από άκρη καρβελιού
αγνάντια ---- απέναντι έχω οπτική επαφή
αγουρίδα,η --- ξινό σταφύλι, άγουρο, ανώριμο φρούτο
άγουρος --- ανώριμος,άπειρος αλλά αναπτυγμένος νεαρός
αγουρογερασμένος ---- ο πρόωρα γερασμένος
αγουροξενητεμένος ---αυτός που ξενιτεύτηκε πολύ νέος
αγουροξυπνημένος ----- ξύπνησε χωρίς να χορτάσει τον ύπνο
αγριάδα η ------αγριόχορτο,βοτάνο, θυμός και οργή
αγρικάω -----αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω,νιώθω
αδειά,η ----- σχόλη, ευκαιρία
αδειάζω ---- ευκαιρώ.
άδουλος, --- Τόπος χέρσος,ο ακαμάτης, ο οκνηρός άνθρωπος.
(α)δρασκελιά,------ το άνοιγμα των σκελών. 'δρασκελιά, ένα βήμα.
(α)δρασκελάω ---- περνώ κάποιο εμπόδιο διαβαίνω
αδράχνω ---- πιάνω κάτι με ορμή, Ταρακουνάω κάποιον
αδράχτι, το ---- εξάρτημα της ρόκας που μαζεύουμε το νήμα
αερικό,το --- νεράιδα, φάντασμα
ακαμάτης,ο ---- ο τεμπέλης,ο οκνηρός
ακόνι,το --- ειδική πέτρα που ακονίζουν κοφτερά εργαλεία
ακουμπέτι --- παρ΄ όλα αυτά,πρά ταυτα
ακουμπάω -- στηρίζομαι
άκουρος, -- ακούρευτος
ακούτραφας,ο --- ο αυχένας
αλαφιασμένος --- τρομαγμένος
αλαφροϊσκιωτος,η,----ο αυτός ξωτικά, νεράιδες, αερικά, φαντιάσματα
άλειμμα, το--- το χοιρινό λίπος
αλικοντάω --- καθυστερώ, δυσκολεύω,εμποδίζω
αλισίβα,η -- απόσταγμα στάχτης χρήσιμο για πλύσιμο,
αλισιβερίσι,το -- δοσοληψία
αλλαξιά, η -- φορεσιά, στολή, ανταλλαγή
αλάργα --- μακριά
αλαργεύω -- απομακρύνομαι
αλαργινός, η, ο---- μακρινός
αλλοσούσουμος -- αυτός που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά
αλέγρος, ο ---- εύθυμος, ευχάριστος
αλογοσούρτης, ο--- αλογοκλέφτης
αλογοσίτης --- είδος αγριοχόρταρου
αλπογανίζω -- χασομεράω, χαζεύω, σπαταλάω το χρόνο μου άσκοπα
αλύχτημα,το -- γάβγισμα σκύλου όταν έχει μυριστεί θήραμα
αλωνάρης,ο --- ο Ιούλιος μήνας
αλωνιάτικο,το -- το αντάλλαγμα σε είδος σε είδος για το αλώνισμα
αλάλητο, το -- αλάλητο κοτόπουλο. Αλάλητο πουλί δεν τρώμε
αματτυά, η -- είδος λουκάνικου από τα χονδρά άντερα του
χοιρινού
άμε-αμέτε -- πηγαίνετε
αμέτι-μουχαμέτι -- το 'βαλε πείσμα, σκοπό
αμή,αμέ,αμηδά -- αλλά,πως όχι;
αμμουδέρα η -- το αμμώδες έδαφος
αμποδάω -- απαγορευω τη βοσκή από ξένα ζώα
αμ(π)ολάω -- αφήνω κάτι συνήθως ζώο ανεμπόδιστο,ελεύθερο.
άμπακος,ο --- γεμάτο πιάτο, πολύ φαϊ, έφαγε τον άμπακο.
αμπελοκουτσούρα,η -- το κούτσουρο από το κλήμα
αμποδένω --- κάνω τον νιόγαμπρο ανίκανο με μάγια
αμπράζικος, η, ο-- ασουλούπωτος, ανεπιτήδευτος
άμωρος, η, ο --- άδικος, τεμπέλης, ράθυμος
αναβροχιά,η -- ανομβρία
αναγελάω -- περιγελώ, χλευάζω
ανάγερτα -- ανάποδα,ανάδιπλα,
αναγούλα,η -- τάση για εμετό, αποστροφή
ανάγυρα -- από μακρινό δρόμο, γύρω-γύρω όχι απ' ευθείας
ανακαψίλα,η -- κάψιμο στο στομάχι, καούρα
ανακλαρίζομαι -- τεντώνομαι με ταυτόχρονο χασμουρητό
ανάμμα,το - το κόκκινο κρασί, το κρασί της θείας κοινωνίας
ανανίδα,η -- είδος αγκαθωτού θάμνου
αναπιάνω - το προζύμι,το ανακατεύω με αλεύρι καινερό
ανάργια -- αραιά
αναρραχός, ο --- το ποδαρικό, η τύχη
ανασγρουπώνω -- αναλαμβάνω δυνάμεις μετά από αρρώστια, ξεγερεύω
ανασταίνω -- ανατρέφω κάποιον από μικρό, μεγαλώνω παιδιά
ανατσουτσουρώνουμαι αγριεύω με επιθετικές διαθέσεις
αναχαράζω --- μηρυκάζω
αναχρικό,το -- χρήσιμο αντικείμενο του νοικοκυριού
ανεβάσταγος, η, ο -- ο ανυπόμονος, ο ασυγκράτητος
ανεσίφταγος, ο -- ο λαίμαργος
ανεμπαίζω -- περιγελώ, χλευάζω
ανερώτηγα -- χωρίς άδεια
αντάμα -- μαζί
αντάρα,η -- καπνός από πυροβολισμούς, καταχνιά
ανταρεύομαι --- φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία
άνταφλα -- απρόσεχτα
άνταφλος, ο -- ο απρόσεχτος
αντί,το -- εξάρτημα του αργαλειού όπου τυλίγεται το νήμα
αντρομίδα,η--- μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, είδος μπαντανίας
ανυφάντρα, η -- η υφάντρα
ανέκοπα -- χωρίς κόπο
απάγγειο,το -- το απάνεμο, δεν το πιάνει ο αέρας
απαντάω -- συναντάω
απαυτώνω -- αντί της γνωστής λέξης για την σεξουαλική πράξης
απέκει -- κατόπι
απιθώνω -- αφήνω κάπου αυτό που κρατώ
αποίκου -- έτοιμος για να ξεκινήσει
απίστομα -- ανάποδα, με το στόμα προς τα κάτω
απόβραδο,το -- το σούρουπο
αποβραδίς -- χθες το σούρουπο
απόζερβα -- παράμερα
αποκά -- από κάτω
αποκούμπι, το -- το καταφύγια,
αποπανίτσα -- λίγο πιο πάνω
απόπατος ο -- το αποχωρητήριο
αποπαίδι, το -- το αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδί
αποπαίρνω -- επιπλήττω, κατσαδιάζω
απόσκιο,το -- ο ανήλιος τόπος
αποσπερού -- απόψε
αποσταίνω -- αποκάμνω, κουράζομαι
αποστασίλα,η -- κούραση
αποσώνω -- ολοκληρώνω κάτι, προσθέτω μέχρινα γεμίσει
αποφαγούδι, το -- Τα αποφάγια, τα υπολείμματα του φαγητού
αποχτάω-ω -- κάνω κάτι δικό μου, αποχτώ(γεννώ) παιδί
απόβροχα -- μετά τη βροχή
αραδίζω -- περνοδιαβαίνω
αραποσάβανος,η,ο -- βρώμικος, λερωμένος
άρβαλος, ο -- ο θόρυβος
αρβαλάω -- κάνω θόρυβο
αρβάλια,τα -- μεταλλικές κινητές χειρολαβές
αρβαλοτεσούλα,η -- μετάλλινος κουβάς με μεταλλικές χειρολαβές
αργάζω -- κατεργάζομαι μεταφορικά ξυλοκοπώ
αργιεύω -- αραιώνω
αργιολόϊ το -- το κόσκινο που χρησιμοποιούν για τα δημητριακά
αριάνι, το -- το αποβουτυρωμένο γάλα
αρίδα,η -- το πόδι
αρίδι το -- τρυπάνι χειροκίνητο για το αλέτρι
αριολόγι-αριολογάω-- το μάζεμα των αριών ελιών, καρυδιών, κοκολόγι- κοκολογάω
αρλούμπα,η -- κουταμάρα, ανοησία σε κουβέντα
αρμαθιά,η -- σύνολο ομοειδών πραγμάτων περασμένων σε κλωστή, -- σε μπούρλια, συνήθως για τσαπελόσυκα
αρνόκουρα τα- κουρεμένα μαλλιά από αρνιά
αρούκατος,ο -- απεριποίητος, ατημέλητος, ατσούμπαλος
αρουλιέμαι -- ουρλιάζω
αρύς-ια-υ -- αραιός-α-ο
ασίκης,ο -- λεβέντης, νέος αξιέραστος, γενναίος
ασκέρι,το -- παρέα, οικογένεια, σύνολο ανθρώπων
ασκί,το -- το τουλούμι, από δέρμα αρνιού η κατσικιού
ασκοφυσάω - βγάζω με δύναμη τον αέρα λόγω κούρασης ή θυμού
ασουλούπωτος,η,ο-- ατημέλητος, απεριποίητος,
ασπρόπουλιά, η -- το έδαφος από ασπρόχωμα
ασπρόκωλος,ο -- είδος πουλιού με άσπρη ουρά
αστράχα,η -- ο μεταξύ τοιχίου και στέγης χώρος
αστρίτης,ο -- η αρσενική οχιά, είδος οχιάς
αστροφεγγιά,η -- το φέγγισμα των άστρων τη νύχτα χωρίς φεγγάρι
ασύφταγος, η, ο - Ο λαίμαργος, ο αδηφάγος
άταρος,η,ο-- ο ανώριμος,ο αδύναμος,ο νωθρός
αυγατάω -- αυξάνω
αφαλαρίδα,η-- χορταρι με αγκάθια, χρησιμοποιείται για σκούπα
άφερτος,ο -- αυτός που δεν έχει έρθει ακόμα
αφόρμησε -- ερεθίστηκε (η πληγή)
άφραγκος,ο -- αυτός που δεν έχει χρήματα
άφταιγος,η,ο - εκείνος που δεν φταίει σε τίποτα
άφτουρος,η,ο - εκείνος που δεν επαρκεί, δεν φτουράει
αχαϊρευτος,ο - ο ανεπρόκοπος
αχαμνός,η,ο - ο αδύνατος
αχεργιά η - ένα ματσο, όσα πιάνει το χέρι σου, μια χεριά
άχερο,το - το άχυρο
αχεροκαλύβα,η - καλύβα από ξερόχορτα
αχνιά, η --- η σιγανή φωνή
αχορταγίλα,η-- αχορταγία, λαιμαργία
αχούρι,το -- στάβλος αλόγων ή γαϊδάρων μτφ το ακατάστατο σπίτι
άχτι, το -- εκπλήρωσις τιμωρίας ή εκδικήσεως
αψύς-ια-υ-- δριμύς, τσουχτερός
άϊ -- άιντε, πήγαινε